- ζυμοτεχνικός
- -ή, -όαυτός που ανήκει ή αναφέρεται στη ζυμοτεχνία («ζυμοτεχνικές παρατηρήσεις»).[ΕΤΥΜΟΛ. < ζύμη + τεχνικός. Η λ. μαρτυρείται από το 1894 στους Ιω. Γεράκη και Όθωνα Ρουσόπουλο].
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.